- κατάτροπος
- κατάτροπος, -ον (Α) [κατατρέπω]1. αυτός που είναι στραμμένος προς τα κάτω, που έχει τροπή προς τα κάτω («κατάτροπονκάταντες», Ησύχ.)2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κατάτροπα(ειδ. στη μουσ.) (κατά τον Πολυδ.) μέρη τού κιθαρῳδικού νόμου.
Dictionary of Greek. 2013.